Τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα είναι ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό επίτευγμα, αλλά και μια άρτια και επιβλητική σύνθεση που αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας της Σέχαν Καρουνατίλακα βρίσκεται στο απόγειο της συγγραφικής διαδρομής του. Παράλληλα είναι ένα σπάνιο βιβλίο, υπό την έννοια ότι είναι λίγα εκείνα τα σύγχρονα μυθιστορήματα που καταφέρνουν να συνδυάσουν την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα με την ψυχαγωγία, και το μυθιστόρημα του Σέχαν Καρουνατίλακα αποτελεί ένα άκρως διασκεδαστικό και πνευματώδες μυθιστόρημα με το οποίο συνδέεται βαθιά ο αναγνώστης, που δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του μέχρι την τελική λύση του δράματος.
Έχουμε συγκεντρώσει ορισμένες από τις πιο αντιπροσωπευτικές κριτικές που γράφτηκαν για αυτό το βιβλίο που αξίζει όλους τους επαίνους και όλη μας την προσοχή. Ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να υπάρξει αυτούσιο δίχως τις κριτικές του και πολλά από τα κείμενα που ακολουθούν, εμπνευσμένα από ένα τόσο ξεχωριστό μυθιστόρημα, διαβάζονται με πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον φωτίζοντας τις πολυάριθμες πτυχές του. Ταυτόχρονα επεκτείνουν τη σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο, δίνοντάς του την ευκαιρία να παραμείνει, έστω για λίγο ακόμα, στο υπέροχο και γενναιόδωρο σύμπαν που έπλασε ο κάτοχος του περσινού βραβείου Booker.
Έγραψαν για τον Σέχαν Καρουτίλακα
Anderson Tepper, L.A. Times
Η πλοκή ήταν ακριβώς όπως πρέπει για ένα βιβλίο που, σαν τρενάκι του λούνα παρκ, περνάει μέσα από την ιστορία της Σρι Λάνκα: Ο Μάαλι Αλμέιντα, ο φλύαρος αφηγητής, βλέπει με τον δικό του μοναδικό τρόπο τις συγκρούσεις που ρήμαξαν το έθνος του στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στην πραγματικότητα μόλις έχει δολοφονηθεί. Και, παρόλο που το πτώμα του έχει καταλήξει στο βυθό της λίμνης Μπέιρα στην πρωτεύουσα Κολόμπο, το πνεύμα του ίπταται πάνω απ’ το κατεστραμμένο από τον πόλεμο νησί, να κοιτάζει τα εγκλήματα, τις σφαγές και τις διαβολικές μηχανορραφίες που στοιχειώνουν τη χώρα.
«Πόσο άσχημη είναι αυτή η όμορφη χώρα», σκέφτεται. Κι όσα έχει να δει είναι πολλά: Είναι οι αυτονομιστές Τίγρεις Ταμίλ, οι κυβερνητικές ομάδες θανάτου, οι μαρξιστές επαναστάτες, η Ινδική Ειρηνευτική Δύναμη (που δεν είναι και τόσο ειρηνική), Κινέζοι και Ισραηλινοί έμποροι όπλων – και ο κατάλογος συνεχίζεται. Το ερώτημα έχει ως εξής: Ποια από όλες αυτές τις φράξιες θα ήθελε να σκοτώσει τον Μάαλι, έναν ανεξάρτητο φωτογράφο και πολεμικό ανταποκριτή που πουλούσε το έργο του σε όποιον έδινε τα περισσότερα χρήματα, αλλά αρνούνταν να πάρει το μέρος κάποιου; Δυστυχώς, οι ύποπτοι είναι περισσότεροι από όσους νόμιζε.
Σ’ έναν αγώνα εναντίον του χρόνου –έχει μόνο εφτά μέρες, ή φεγγάρια, πριν φύγει η ψυχή του για το τελευταίο βασίλειο της μετά θάνατον ζωής–, ο Μάαλι προσπαθεί εναγωνίως να διαλευκάνει την ίδια του τη δολοφονία την ώρα που καθοδηγεί τους αγαπημένους του σε κρυμμένες φωτογραφίες που «θα μπορούσαν να ρίξουν την κυβέρνηση». Ο Μάαλι, η μανιώδης κινητήριος δύναμη πίσω από αυτή τη φιλοσοφική και πολιτική σύνθεση, είναι (όπως και η χώρα του) ένα σύνολο από αντιφάσεις. Καθώς είναι «ένθερμος άθεος» και κυνικός, η πίστη του στη δύναμη της δημοσιογραφίας μοιάζει σχεδόν θρησκευτική. Αμετανόητος τζογαδόρος και πότης, είναι επίσης κρυπτοομοφυλόφιλος που αισθάνεται πιο άνετα στις εμπόλεμες ζώνες, μακριά από την αστική φούσκα του Κολόμπο. […] Όταν ήταν έφηβος στο Κολόμπο της δεκαετίας του 1980, ο Καρουνατίλακα έβλεπε κάθε μέρα τη βία με τα ίδια του τα μάτια, παρότι σε γενικές γραμμές ήταν προφυλαγμένος από τις ακόμα μεγαλύτερες φρικαλεότητες που λάμβαναν χώρα σε άλλες περιοχές. Θυμάται ότι έβλεπε πτώματα στο πλάι του δρόμου να κρέμονται μέσα σε λάστιχα και να καίγονται. «Θυμάμαι μόνο το 1989 ως τη σύγκρουση μετά τη σύγκρουση», λέει. «Γι’ αυτό και βασίστηκα στο υπερφυσικό: Ποια είναι η εξήγηση για όλες αυτές τις συγκρούσεις στις οποίες έχουμε εμπλακεί; Μήπως φταίει που τριγυρίζουν πνεύματα, δαίμονες και θυμωμένα φαντάσματα ανάμεσά μας και μας ψιθυρίζουν τις σκέψεις τους;»
Συνέντευξη στον Chintan Girish Modi στους Hindustan Times
Η έμπνευση για τον χαρακτήρα:
«Η αρχική έμπνευση για τον χαρακτήρα του Μάαλι Αλμέιντα προήλθε από την πραγματική ιστορία ενός πολίτη της Σρι Λάνκα ονόματι Ρίτσαρντ ντε Σόισα. Ήταν δημοσιογράφος, ηθοποιός, ποιητής και ακτιβιστής. Όταν τον απήγαγαν και τον δολοφόνησαν το 1990, το περιστατικό συγκλόνισε την κλειστή κοινωνία του Κολόμπο. Πολλοί άλλοι ακτιβιστές και δημοσιογράφοι από τη Σρι Λάνκα είχαν δολοφονηθεί κατά το παρελθόν, αλλά η κατακραυγή για τη συγκεκριμένη δολοφονία ήταν γενικευμένη και άνευ προηγουμένου. Ο κόσμος άρχισε να πιστεύει πως αν ήταν δυνατό να δολοφονηθεί ο Ρίτσαρντ, τότε οι δυνάμεις του κατεστημένου θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του οποιουδήποτε. Αφού βρέθηκε το πτώμα του, κυκλοφορούσαν διάφορες θεωρίες για το ποιος σχεδίασε και προκάλεσε το θάνατό του, αλλά και για το αν είχε σχέσεις ή όχι με τη στρατιωτική οργάνωση Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Καθώς ανέπτυσσα τον χαρακτήρα, άλλαξαν πολλές λεπτομέρειες. Ο Ρίτσαρντ δεν ήταν ούτε πολεμικός ανταποκριτής ούτε τζογαδόρος, αλλά τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ταιριάζουν στον Μάαλι. Το κοινό στοιχείο του Μάαλι με τον Ρίτσαρντ είναι το γεγονός ότι και οι δύο ήταν κρυπτοομοφυλόφιλοι. Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Ρίτσαρντ ζούσε διπλή ζωή, ότι είχε κρυμμένες φωτογραφίες κάτω από το κρεβάτι του και ότι έκανε κρυφά σεξ με άντρες. Όλα αυτά μού είχαν κάνει εντύπωση και χρησιμοποίησα τις λεπτομέρειες αυτές την ώρα που επινοούσα και έγραφα τον χαρακτήρα του Μάαλι στο μυθιστόρημά μου».
Για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και το μυθιστόρημά του:
«Δεν θεωρώ ότι γίνεται μεγάλη συζήτηση για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων στη Σρι Λάνκα, αλλά αυτό πρέπει να αλλάξει. Αξίζει να αναφέρουμε το ρόλο του “Αραγκαλάγια” στο να ενωθούν οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα παρά τις διαφορές τους. Στη Σρι Λάνκα χρησιμοποιούμε γενικά τον όρο “Αραγκαλάγια” ‒που στην κυριολεξία σημαίνει “αγώνας”‒ για τις μαζικές διαμαρτυρίες τον Μάρτιο του 2022 οι οποίες οδήγησαν στην παραίτηση του προέδρου Γκοταμπάγια Ραγιαπάκσε. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν το σπίτι του κι ο ίδιος τελικά το έσκασε από τη χώρα. Η συμμετοχή στις διαμαρτυρίες αυτές ήταν μια μεθυστική εμπειρία, επειδή είδαμε ότι αγωνίστηκαν πλάι πλάι πολίτες της Σρι Λάνκα από διαφορετικές γενιές, φυλές, σεξουαλικές προτιμήσεις. Στους δρόμους έγινε μια παρέλαση υπερηφάνειας, που είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση από τα πάρτι υπερηφάνειας στα κλαμπ. Αν και δεν πιστεύω ότι η κοινωνία της Σρι Λάνκα είναι ιδιαίτερα ομοφοβική, είναι σαφές πως κανένα πολιτικό κόμμα δεν είναι έτοιμο να ασχοληθεί με το ζήτημα των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Ασχολούνται με κοινωνικοοικονομικά ζητήματα και πιστεύουν ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι στην πραγματικότητα μέρος της κουλτούρας μας, οπότε δεν χρειάζεται να νοιάζονται. Τούτων λεχθέντων, το να είναι κάποιος φανερά ομοφυλόφιλος είναι πολύ πιο εύκολο στο Κολόμπο από άλλα μέρη της Σρι Λάνκα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν το βιβλίο μου θα συνεισφέρει με τρόπο έστω κατ’ ελάχιστον σημαντικό στον αγώνα των κρυπτοομοφυλόφιλων, αλλά ακούω επικρίσεις από ανθρώπους που πιστεύουν ότι έγραψα για έναν κρυπτοομοφυλόφιλο προκειμένου να ευχαριστήσω τους λογοτεχνικούς κριτικούς της Δύσης. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω απάντηση σε μια τέτοια κριτική, επειδή δεν ήταν ποτέ πρόθεσή μου να γράψω ένα κουίρ μυθιστόρημα. Με τον Μάαλι Αλμέιντα απλώς ακολούθησα τα ένστικτά μου».
Για το ρόλο της θρησκείας και πόσο τον επηρέασε:
«Είμαι βουδιστής Σινχαλά – που στο περιβάλλον της Σρι Λάνκα σημαίνει ότι ανήκω στην καταπιεστική πλειοψηφία. Μέρος της παιδικής μου ηλικίας ήταν σίγουρα να πηγαίνω στους ναούς και να συμμετέχω στις τελετουργίες. Όταν μεγάλωσα, πήγα σε αγγλικανικό σχολείο στη Νέα Ζηλανδία. Η γιαγιά μου είναι χριστιανή, το ίδιο και η σύζυγός μου. Αρκετά νωρίς στη ζωή μου σχημάτισα την εντύπωση πως ο σοφός εκείνος τύπος με τις ρόμπες που υποτίθεται πως πρέπει ν’ ακούς δεν ήταν και τόσο σοφός. Στο τηλέφωνό μου πάντως έχω μια εφαρμογή διαλογισμού. Με ενδιαφέρει η ενσυνειδητότητα. Όσον αφορά όμως τη θρησκευτική μου ταυτότητα, είμαι μόνο κατ’ όνομα βουδιστής».
Frank Lawton, Literary Review
Το μυθιστόρημα το αφηγείται ο Μάαλι στο δεύτερο πρόσωπο. «Εσύ» ξυπνάς σε ένα μέρος που είναι μια διασταύρωση υποχρηματοδοτούμενου κέντρου εύρεσης εργασίας και τμήματος επειγόντων περιστατικών μετά από μια φονική έκρηξη. Είμαστε στο 1990 και «εσύ» είσαι νεκρός. Βρίσκεσαι στο Ενδιάμεσο, ένα καθαρτήριο γεμάτο κόσμο όπου όλοι φωνάζουν και αιμορραγούν, χωρίς να ξέρουν πού βρίσκονται.
Εκεί Κάτω (στον κόσμο των ζωντανών), έχουν σφαγιάσει και πετάξει το πτώμα του Μάαλι στη λίμνη Μπέιρα, η δυσωδία της οποίας («λες και μια πανίσχυρη θεότητα κάθισε ανακούρκουδα από πάνω της, άδειασε τ’ άντερά της στα νερά της και ξέχασε να τραβήξει το καζανάκι») συμβολίζει τη σήψη της ίδιας της Σρι Λάνκα. Δεν ξέρει γιατί είναι νεκρός, ούτε ποιος τον σκότωσε. Έχει μόνο εφτά φεγγάρια να ανακαλύψει πώς πέθανε, να επικοινωνήσει με την οικογένειά του και να τους οδηγήσει στην κρυψώνα με τις φωτογραφίες, για τις οποίες πιστεύει ότι έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη Σρι Λάνκα. Μετά από εφτά φεγγάρια, θα κλείσει για πάντα η πόρτα για Το Φως – ένα είδος παραδείσιας λήθης.
Η δυσκολία του Μάαλι είναι ότι, παρά τον δαντικό διαχωρισμό του κόσμου σε τρεις σφαίρες, δεν υπάρχει εδώ Βιργίλιος για να τον καθοδηγήσει. Αντίθετα, την εμπιστοσύνη του ζητά μετ’ επιτάσεων μια χορωδία από φωνές. Εμείς οι αναγνώστες δεν είμαστε σίγουροι ποιον να πιστέψουμε, όπως και ο Μάαλι. Ακολουθούμε τη δολοφονημένη ακαδημαϊκό που προσπαθεί να μας οδηγήσει στο Φως ή τον άντρα που φοράει σκουπιδοσακούλες οι οποίες «ανεβοκατεβαίνουν σαν φτερούγες» κάνοντας «μια χειρονομία που δεν καταλαβαίνεις» και υπόσχονται δικαιοσύνη για τους δολοφόνους σου Εκεί Κάτω; Μπορούμε έστω να εμπιστευτούμε τον ίδιο τον Μάαλι, με τις κατακερματισμένες του αναμνήσεις και τον εθισμό του στην απιστία; Ο ουράνιος αυτός καβγάς για την ψυχή του Μάαλι εκτυλίσσεται παράλληλα με έναν χαοτικό αγώνα δρόμου για τις φωτογραφίες του. Η φωνή του Μάαλι είναι σοφή, αποκαμωμένη και οξυδερκής, πότε αυτομαστιγωτική και πότε αυτάρεσκη. Καθώς προχωρά η ανάγνωση, καθίσταται σαφές ότι η αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο έχει βαθύτερη σημασία απ’ ό,τι φαινόταν στην αρχή, καθώς έχουμε μπροστά μας έναν κόσμο στον οποίο «το κάθε άτομο που βλέπεις έχει ένα πνεύμα κουλουριασμένο πίσω του», να του ψιθυρίζει. Οι ζωντανοί μπερδεύουν τους ψιθύρους με τις δικές τους σκέψεις. Καθώς «εσύ» ακούς το πνεύμα του Μάαλι να σου μιλάει, οι σκέψεις του γίνονται δικές σου, ένα φαινόμενο που φτάνει στο απόγειό του στις τελευταίες σελίδες, όπου ο Καρουνατίλακα καλύπτει το κενό που έχει απομείνει ανάμεσα σε εμάς και τον Μάαλι σε μια πράξη μετενσάρκωσης.
[…]
Η Σρι Λάνκα του Καρουνατίλακα είναι ένας τόπος όπου οι εκτελεστές και οι νομοθέτες είναι ένα και το αυτό, οι εξτρεμιστές Ταμίλ δολοφονούν τους μετριοπαθείς Ταμίλ στην προσπάθειά τους δημιουργήσουν ένα κράτος των Ταμίλ, οι κομμουνιστές «είναι πρόθυμοι να δολοφονήσουν την εργατική τάξη καθώς θα την απελευθερώνουν» και τα μέλη της ινδικής ειρηνευτικής δύναμης «είναι πρόθυμ[οι] να κάψ[ουν] χωριά για να φέρ[ουν] σε πέρας την αποστολή τ[ου]ς». Έχουμε περάσει στην άλλη, τη σκοτεινή πλευρά του καθρέφτη.
Ορισμένοι κριτικοί έχουν ερμηνεύσει τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα ως μια αμιγώς δυστοπική σάτιρα. Έτσι όμως παραβλέπουν την ελπίδα που υπάρχει στον πυρήνα του βιβλίου. Γιατί ο Καρουνατίλακα σατιρίζει επίσης εκείνους που βλέπουν τον κόσμο ως ένα επίπεδο, υλικό μέρος χωρίς βαθύτερο νόημα. Και, πράγματι, ένας τρόπος να διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα είναι να παρακολουθήσει την αργή ανάδυση ενός είδους πίστης στη μαγεία του κόσμου και στη δυνατότητα λύτρωσης. Γιατί το να καταλήξει κανείς στον κόσμο της μετά θάνατον ζωής αποτελεί μάλλον σοκ για έναν εξυπνάκια άθεο όπως ο Μάαλι («και τώρα φαίνεται ότι τα πρόβατα έβαλαν το πιο έξυπνο στοίχημα»), ο οποίος κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος εγκαταλείπει την κρυψίνοια και τον εγωισμό που τον χαρακτηρίζουν και θυσιάζεται στο βωμό της αγάπης, προσπαθώντας με το θάνατό του να σώσει «τη φίλη που απογοήτευσες περισσότερο» στη ζωή.
Ευφυής, ευρηματική και συγκινητική, η πρόζα του Καρουνατίλακα είναι μ’ έναν θαυμάσιο τρόπο απαλλαγμένη από κλισέ και, παρά τον φαινομενικό κυνισμό του εξυπνάκια αφηγητή του, πρόκειται για ένα βαθιά ηθικό βιβλίο που αποφεύγει την απλοϊκή ηθικολογία που βλέπουμε σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας. Θα του άξιζε το βραβείο Booker, στη βραχεία λίστα του οποίου έχει μπει. Όπως όμως γνωρίζει ο Μάαλι Αλμέιντα, δεν αποκτάς πάντα όσα σου αξίζουν.
Randy Boyagoda, NY Times
Το νέο μυθιστόρημα του Σέχαν Καρουνατίλακα, που κέρδισε το βραβείο Booker το 2022, επαναπροσδιορίζει με τόλμη την εμπειρία της σύγχρονης Σρι Λάνκα για τους αγγλόφωνους αναγνώστες, που κατά τα άλλα είναι συνηθισμένοι στη λυρική βαρύτητα και τις κοσμοπολίτικες πλοκές του Μάικλ Οντάατζε, της Μισέλ ντε Κρέτσερ, του Ρόμες Γκουνεσεκέρα και, πιο πρόσφατα, του Ανούκ Αρουντπραγκασάμ. Η εντυπωσιακή αντίφαση είναι πως, παρόλο που ο τίτλος του βιβλίου υπόσχεται εξωτικές εμπειρίες για αναγνωστικές λέσχες, τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα είναι ασυνήθιστα βέβηλα όσον αφορά τις πολύπλευρες βαναυσότητες που συνέβησαν στη Σρι Λάνκα κατά τα είκοσι έξι χρόνια του εμφυλίου πολέμου.
[…]
Ο Καρουνατίλακα περιγράφει λεπτομερώς πόσο φονικό είναι όλο το νησί, κάτι που επηρεάζει κάθε κοινωνικό στρώμα. «Το μόνο καλό πράγμα που μπορείς να πεις για μια βόμβα», γράφει, «είναι ότι δεν είναι ρατσίστρια ή σεξίστρια ούτε την απασχολούν ταξικά ζητήματα». Ασχολείται επίσης και με τις συνέπειες για τους ζωντανούς σε πραγματικό χρόνο: γονείς που κλαίνε έξω από αστυνομικά τμήματα αναζητώντας τα χαμένα παιδιά τους· αγόρια και κορίτσια που κρύβονται τρομαγμένα σε μυστικά δωμάτια που ελέγχουν πολύ κακοί άνθρωποι· μια διψασμένη κρατούμενη στην οποία ένας ντετέκτιβ δίνει ένα φλιτζάνι νερό, αλλά την προειδοποιεί να μην τον κοιτάξει στο πρόσωπο. Οι εικόνες αυτές φτάνουν σε εμάς χάρη στο διεισδυτικό βλέμμα του ομώνυμου αφηγητή του μυθιστορήματος, Μάαλι Αλμέιντα, ο οποίος συστήνεται ως «Φωτογράφος. Τζογαδόρος. Πουτάνα». Οι τίτλοι που ο ίδιος αποδίδει στον εαυτό του του αξίζουν και με το παραπάνω, όπως μαθαίνουμε με χαοτική και γλαφυρή αφθονία καθώς αφηγείται την ιστορία της ζωής του.
Κι όλα αυτά τα κάνει ενώ τυχαίνει να είναι νεκρός. Με άλλα λόγια, το μυθιστόρημα ξεκινά με τον ήρωά του να είναι λίγα βήματα μπροστά από τον Συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, να στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και να θυμάται τον πάγο. Κι όπως συμβαίνει στο Εκατό χρόνια μοναξιά, το μυθιστόρημα του Καρουνατίλακα διαφοροποιείται από τους συμβατικούς τρόπους της αφήγησης για να αποκαλύψει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε μια παράξενη, χαοτική, τραγική συνθήκη. Πριν φύγει για την αιώνια ανταμοιβή ή τιμωρία του, ο Μάαλι έχει εφτά νύχτες μπροστά του για να ανακαλύψει πώς πέθανε, πράγμα που σημαίνει ότι, ως γκέι άθεος φωτορεπόρτερ που συνεργάστηκε με θεμιτά και αθέμιτα μέσα με όλες τις πλευρές της σύγκρουσης και κοιμήθηκε με άντρες από όλες τις πτυχές της συντηρητικής κοινωνίας της Σρι Λάνκα, έχει εφτά μέρες να ανακαλύψει ποιος και γιατί τον σκότωσε.
[…]
Σε ένα συνδυασμό που θα ήταν απολύτως κατανοητός στη Σούζαν Σόνταγκ, οι φωτογραφίες αυτές υπόσχονται να είναι η αιώνια απόδειξη των αισθητικών επιτευγμάτων του Μάαλι στον πόλεμο και ταυτόχρονα τεκμήρια των εγκλημάτων και των αδικιών που διέπραξαν διάφορα στελέχη των βάναυσων αντίπαλων ομάδων του νησιού. Οι ίντριγκες του μυθιστορήματος εντείνονται επειδή τα στελέχη των εν λόγω ομάδων ψάχνουν κι αυτά για το κουτί, είτε για να προστατευτούν είτε για να βγάλουν από τη μέση τους άλλους. Ανάμεσά τους είναι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, οι αυτονομιστές Τίγρεις Ταμίλ και οι οπαδοί τους, όπως επίσης και επαναστάτες κομμουνιστές από το Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ινδικά ειρηνευτικά στρατεύματα και λαθρέμποροι όπλων, που όλοι τους συμμετείχαν στον εμφύλιο πόλεμο το 1989, οπότε και εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα.
[…]
Όπως και τα Παιδιά του μεσονυκτίου του Ρούσντι, το Τενεκεδένιο ταμπούρλο του Γκρας και το Ο μετρ και η Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ, το βιβλίο του Καρουνατίλακα έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στη λογοτεχνική του ετεροδοξία όπως και στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τις ασυνήθιστες ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή στη Σρι Λάνκα, πολύ πέρα από τα σοβαρά ζητήματα της πολιτικής, της ιστορίας, της θρησκείας και της μυθολογίας. Για παράδειγμα, η απλή αναφορά στους δίσκους του Τζιμ Ριβς και στην πουτίγκα μπισκότο με έκανε να γυρίσω, με προυστική δυσπεψία, στις γιορτές της οικογένειάς μου στα προάστια του Τορόντο τη δεκαετία του 1980. Οι αναγνώστες παντού όμως θα ανακαλύψουν με απαιτητική ακρίβεια αυτό που όλοι ψάχνουμε στα μεγάλα βιβλία: τη συναρπαστική αν και αποπνικτική πληρότητα ενός κατά τα άλλα άγνωστου κόσμου που παρουσιάζεται με τους δικούς του όρους, καθώς και την ανατριχίλα της απρόσμενης ταύτισης και κατανόησης που προέρχεται από τον κόπο να μείνεις μέσα του.
Ο Μάαλι ενδεχομένως παραείναι τέλειος ως οδηγός για τους φιλελεύθερους Δυτικούς αναγνώστες: ένας αυτοσαρκαστικός, καυστικός, άθεος, γκέι άντρας με καφέ δέρμα που δολοφονήθηκε επειδή είναι αφοσιωμένος τόσο στην ικανοποίηση του εθισμού του στον τζόγο και στο σεξ όσο και στο να ξεπερνά τη σεχταριστική οργή την ίδια στιγμή που καταγράφει τις συνέπειές της. «Ήμουν εκεί για να καταθέσω τη μαρτυρία μου. Αυτό είναι όλο», δηλώνει προς το τέλος του μυθιστορήματος, όταν η πλοκή αγγίζει τα όρια της αγωνίας που διακρίνει τα βιβλία του Λε Καρέ με μια ανατροπή βγαλμένη από τη σειρά Stranger Things. Και πράγματι, τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα προσφέρουν έναν ιδιαίτερα ευχάριστο συνδυασμό λογοτεχνικο-πολιτικο-ηθικών προκλήσεων, απολαύσεων και διαβεβαιώσεων προς τους αναγνώστες, μεταξύ αυτών και μιας αίσθησης του επίκαιρου.