Όσα Μου Είπαν τα Σαρακατσάνικα Τραγούδια
€16,42 €14,78
Καλότυχα ‘νι τάι βουνά
Καλότυχα ‘νι τάι βουνά, καλουγραμμένοι ν-οι κάμποι,
που θάνατου δεν καρτιρούν, χάρου δεν πιριμένουν.
Μόν’ καρτιρούν την άνοιξη, τ’ όμουρφου καλουκαίρι,
να βγουν ν-οι στάνις στάι βουνά, ν-οι Σαρακατσιαναίοι.
Τα λυπόμουνα τα βουνά, για την ερημιά τους, για τη μοναξιά τους, για τα χιόνια που πονούσαν το κορμί τους, για τα αγρίμια που έσκιζαν τις σάρκες τους.
Λυπόμουνα και τους κάμπους, τους απέραντους κάμπους, που παίδευαν τους ανθρώπους, που βασάνιζαν τις νιες και τις όμορφες, τις μικροπαντρεμένες και τις ανύπαντρες.
Τα λυπόμουνα, μέχρι που κατάλαβα πως έκανα λάθος για τη μοίρα που πίστευα πως τα συντρόφευε, γατί ο θάνατος και ο χάρος δεν μπορούν να τα βάλουν με τα βουνά και τους κάμπους, δεν μπορούν να τα νικήσουν, να τους στερήσουν τη ζωή, την ελπίδα, τη χαρά, τη συντροφιά.
Καλότυχα τα βουνά, καλογραμμένοι οι κάμποι για έναν ακόμα λόγο, αφού αντί για το χάρο και το θάνατο καρτερούν τις στάνες και τα κοπάδια των Σαρακατσαναίων, καθώς ο ένας πεθύμησε τόσο πολύ τον άλλο.
Καλότυχα τα βουνά, καλογραμμένοι οι κάμποι, καλότυχοι και οι Σαρακατσαναίοι, που μπορούν και απολαμβάνουν τις χάρες τους και είναι σαν να μη γνωρίζουν και αυτοί χάρο και θάνατο.
Εισαγωγή
Σκάρους
Καλώς ανταμουθήκαμαν
Ν-Αυτού που πας, μαύρου πουλί (Του Κατσιαντώνη)
Βάστα, καημένι Έλυμπι
Πέρα σ’ ικείνου τούι βουνό
Χουρεύουν τα κλιφτόιπουλα
Ν-Ιγώ ήμουνα τ’ αντίκλαρου
Μαριάνα κι Αντριάνα
Ν-Ιδώ είν’ αλώνι για χουρός
Τι να τουν κάμου του Θιό
Πιδιά μ’, πήρι χινόπουρους
Ν-Ιψές που μπήκα στου χουρό
Θα παραγγείλου στάι βουνά
Ν-Η ‘Αρτα πέτρα να γινεί
Πήρα τη στράτα του στρατί
Του Χατζηπέτρου
Βλαχούλα ν-ιρουβόλαϊ
Νια κουντή κουντούλα
Ν-Ανάρια ανάρια τα ‘ριχναν ν-οι κλέφτις τα ντουφέκια
Τώρα ‘νι νύχτα ποια να ιδού
Η Ζιρβουϊπούλα
Φεύγουν τα λάια πρόβατα
Του λεν τ’ αηδόνια στα κλαριά
Παλιόκαστρου κι Πρέβιζα
Ν-‘Ασπρου μαντίλι που φουρείς
Ν-Ου Γιάννους πιρνουδιάβινι
Ν-Είιδα ιψές στου είνουρό μου
Ξένου πουλάκι πέρασι
Η Αγγέλου
Τα μάτια σου τα έμουρφα
Νια πέρδικα πινεύτηκι
Ν-Οι φίλοι μού παρήγγειλαν
Π’ ανάθιμα τα Γιάννινα
Της Λιάκινας
Παλιά μου χρόνια κι κιροί
Τώρα τ’ αργά τ’ αργούτσικα
Σταφύλι μου κρουστάλλινου
Βουνά μου, σας παρακαλού
Ν-Ιδώ σι τούτ’ τη γειτουνιά
Καλότυχα ‘νι τάι βουνά
Δεν είιδα μέρα σήμιρα
Πέρα ιδώ στουν έλατου
Φέρτι την κάπα την παλιά
Μι μάραναν ν-οι έμουρφις
Παραμιράτι σύγνιφα
Πέρασα απ’ την πόρτα σου
Σαν την απόψι, Χάιδου μ’, τη βραδιά
Φόντα ήμουν δικουχτώ χρουνών
Τα πήρανι τα πρόβατα
Μικρή βλαχούλα ν-έπλυνι
Τριανταφυλλένια κίνησι
Για ράψτι τουν δασιά-δασιά
Ν-Όσ’ αδιρφάκια έχει ου γαμπρός
Ποιος τουν φκιάνει, πιος τουν ράβει κι τουν κατακουκκινίζει
Κινούργιους γάμους γένιτι
Κι σένα, φλαμπουριάρη μου
Κάτου στουν ‘Αγιου Θόδουρου
Κι ας πάν’ να ιδούν τα μάτια μου
Ξύπνα, πιρδικουμάτα μου
Βρε ουρανέ, τα σύγνιφα μι τι τα χρουματίζεις
Χρυσή μηλίτσα ν-είχαμαν
Λιώσαν τα χιόνια στάι βουνά
Πέντι μήνις γκιζιρούσα τα ψηλάι βουνά
Μήλου μου κατακόκκινου
Καλά ‘καμις, νυφούλα μου
Ν-Ισύ, νύφη μ’, να χαίρισι
Πιρδικούλα γκιουρντινάτη
Φόντας ιστήθκι ου ουρανός
Βιβλιογραφία