Ο Δυτικός Κανόνας
€47,78 €43,00
Ο Δυτικός Κανόνας του Χάρολντ Μπλουμ
ένα εγερτήριο σάλπισμα για το «ρομάντζο της ανάγνωσης»
Το βιβλίο αυτό οριστικοποιεί μια θέση που επωαζόταν στο έργο του Χάρολντ Μπλουμ από τις αρχές του ’70, αν όχι κι από την πρώτη στιγμή: ότι η σχετικότητα των αξιών στο πεδίο της τέχνης έχει κάποια όρια – όρια που δεν αλλοίωσε εκ βάθρων καμιά κοσμογονική μεταβολή στη Δύση των ιστορικών χρόνων, πόσο μάλλον των νεότερων. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να υποστηρίξει κανείς την πίστη του στην αντικειμενικότητα του αισθητηριακού κόσμου και να υψώσει το ανάστημά του προς όσους εξέλαβαν την εκλέπτυνση των ερμηνευτικών εργαλείων ως λαμπρό εφαλτήριο διακήρυξης της πιο βάρβαρης σχετικοκρατίας. Ο Δυτικός Κανόνας είναι, λοιπόν, ένα σοφό έργο πολεμικής υπέρ των κεκτημένων του πολιτισμού (των γραπτών μνημείων του) και των δικαιωμάτων του εφήμερου αναγνώστη. Το πράγμα είναι απλό: ζούμε λίγο, και πρέπει κανείς να μην κλέβει απ’ τις μέρες μας.
Το βιβλίο βρήκε βέβαια απέναντί του την αναμενόμενη αντίδραση – γιατί κομίζει και η λογοτεχνία τα κέρδη της: τον ιδεολογικό φενακισμό. Αλλά η αλήθεια του, λίγα χρόνια μετά την κυκλοφόρησή του, μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβλήθηκε. Ο Μπλουμ απάντησε με ανταλάντευτο σθένος προς όλες τις κατευθύνσεις, επιχειρηματολογώντας με παρησία ενάντια σε κάθε προσπάθεια σκοτεινής (όχι απλώς εξωλογοτεχνικής) χειραγώγησης του έντεχνου λόγου. Με μια πλατιά χειρονομία σύναξε τις αγάπες μιας μακράς και γόνιμης θητείας στην ανάγνωση, τη θεωρία και την κριτική, και τις συνέθεσε σε αυτόν τον τόμο, επιστρατεύοντάς τες προς επίρρωση της διαλεκτικής του αντίληψης για τη γενεαλογία και την αξιολογία των έργων.
Κατάλληλο για μη-διεφθαρμένους αναγνώστες
Εισαγωγή: Με Κανόνα και Διαβήτη
Ευχαριστίες
Πρόλογος και Πρελούδιο
Σχετικά με τον Κανόνα: Μια Ελεγεία για τον Κανόνα
Η Αριστοκρατική Εποχή: Σέξπιρ, το Κέντρο του Κανόνα, Το ανοίκειο του Δάντη: Οδυσσέας και Βεατρίκη, Τσόσερ: Η Σύζυγος εκ Μπαθ, ο Συγχωρητής και ο σεξπιρικός χαρακτήρας, Θερβάντες: Το παιχνίδι του κόσμου, Μοντέν και Μολιέρος: Το φευγαλέο της αλήθειας στον Κανόνα
Ο Σατανάς του Μίλτον και ο Σέξπιρ, Δρ. Σάμιουελ Τζόνσον, ο κριτικός του Κανόνα, Ο “Φάουστ” (Δεύτερο μέρος) του Γκέτε: Το αντικανονικό ποίημα
Η Δημοκρατική Εποχή: Η κανονιστική μνήμη στον πρώιμο Γουέρντσγουορθ και στην “Πειθώ” της Τζέιν Όστεν, Ο Γουόλτ Γουίτμαν ως κέντρο του Αμερικανικού Κανόνα, Έμιλι Ντίκινσον: Μεταρσιώσεις, κενά και σκότη, Το μυθιστόρημα του Κανόνα: Ο “Ζοφερός Οίκος” του Ντίκενς και το “Μίντλμαρτς” της Τζόρτζ Έλιοτ, Ο Τολστόι και ο ηρωισμός, Ίψεν: Οι δαίμονες και ο “Πέερ Γκιντ”
Η Χαοτική Εποχή: Φρόιντ: Μια σεξπιρική ανάγνωση, Προυστ: Το αληθινό δράμα της ερωτικής ζήλιας, Ο αγώνας του Τζόις με τον Σέξπιρ, Ο/Η “Ορλάντο” της Γουλφ: Ο φεμινισμός ως αγάπη της ανάγνωσης, Κάφκα: Κανονικοποιητική υπομονή και “ακατάλυτο”, Μπόρχες, Νερούδα και Πεσόα: Η ισπανοπορτογαλική εκδοχή του Γουίτμαν, Μπέκετ… Τζόις… Προυστ… Σέξπιρ
Συντάσσοντας έναν Κατάλογο ως Κανόνα: Ελεγειακός Επίλογος
Παραρτήματα. Α΄: Η Θεοκρατική Εποχή. Β΄: Η Αριστοκρατική Εποχή. Γ΄: Η Δημοκρατική Εποχή. Δ΄: Η Χαοτική Εποχή: Μια προφητεία για τον Κανόνα
Ευρετήριο
Η δικτατορία των κριτικών
Ο «Δυτικός Κανόνας» της λογοτεχνίας από τον Χάρολντ Μπλουμ και οι αντιπαραθέσεις για τους αποκλεισμένους και ευνοημένους συγγραφείς. Η ελληνική έκδοση ενός πολυσυζητημένου βιβλίου
Η Τορά της κριτικής
Ο πολυσυζητημένος Δυτικός Κανόνας του Χάρολντ Μπλουμ, ο οποίος διατρέχει το σύνολο του γραπτού πολιτισμού της Δύσης, σε μια εντυπωσιακή έκδοση
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Η ιδέα της δημιουργίας ενός λογοτεχνικού κανόνα, την οποία έφερε στο προσκήνιο ο Χάρολντ Μπλουμ το 1994 με την έκδοση του ογκώδους έργου του Ο Δυτικός Κανόνας, δεν είναι ασφαλώς καινούργια. Η αίσθηση όμως την οποία προκάλεσε παγκοσμίως η έκδοση του βιβλίου του δεν οφείλεται μόνο στην αναστάτωση που επέφερε στους ακαδημαϊκούς κύκλους των ΗΠΑ – όπως και σε άλλες αγγλόφωνες κυρίως χώρες. Ο Μπλουμ με το βιβλίο του επανέφερε τη διαδικασία της ανάγνωσης στο επίπεδο της υψηλής λογοτεχνίας, όπως αντίστοιχα σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο 40 σχεδόν χρόνια ενωρίτερα ο Αντόρνο διαχώριζε την υψηλή από τη μαζική κουλτούρα ή αλλιώς τον πολιτισμό της Ευρώπης από την κουλτούρα του Χόλιγουντ. Δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στα αγγλικά, ο Δυτικός Κανόνας κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας.
Ρομαντική προσέγγιση
Ο Μπλουμ συγκρότησε έναν κατάλογο με τα σημαντικότερα έργα του δυτικού γραπτού πολιτισμού και έθεσε το πλαίσιο της κριτικής του διαπραγμάτευσης με το πάθος το οποίο διακρίνει τα υπόλοιπα θεωρητικά του βιβλία. Οι όποιες απόψεις στη λογοτεχνία ισχύουν φυσικά ως εκεί που ισχύουν – και δυστυχώς δεν υπάρχει κάτι το οποίο θα μπορούσε να αντικαταστήσει την παραπάνω ταυτολογία. Και ο Χάρολντ Μπλουμ δεν είναι μια περίπτωση την οποία μπορεί κάποιος να την περάσει σε τρεις γραμμές – και πολύ περισσότερο να την αγνοήσει. Αν μη τι άλλο, και μόνο γιατί με την εμφάνισή του αναστάτωσε το ακαδημαϊκό κατεστημένο των ΗΠΑ όπου οι κλειδοκράτορες των κειμενικών αναλύσεων ήταν τα γνήσια τέκνα της Νέας Κριτικής. Ο Μπλουμ επανέφερε τους ρομαντικούς στο προσκήνιο γκρεμίζοντας κατά κάποιον τρόπο το βαυαρέζικο κάστρο το οποίο είχαν στήσει ο Ελιοτ, ο Ρίτσαρντς και οι επίγονοι.
Στον Δυτικό Κανόνα δεν είναι τόσο εμφανές αυτό το οποίο κυριαρχεί στα υπόλοιπα βιβλία του, αλλά ο προσεκτικός αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να το διακρίνει κι εδώ, μετά την ανάγνωση των πρώτων 40 σελίδων: η ρομαντική προσέγγιση του Μπλουμ προκύπτει μέσω της ιδιότυπης ανάγνωσής του της Βίβλου – και για να είμαστε ακριβέστεροι, της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά συνέπεια, η υποβάθμιση του αρχαιοελληνικού κόσμου μοιάζει αναπόφευκτη, με την έννοια ότι παύει να λειτουργεί με τον αρχετυπικό χαρακτήρα τον οποίο γνωρίζαμε ως τώρα. Βεβαίως, το βιβλίο δεν έχει και το ελάχιστο ίχνος μυστικισμού – άλλωστε ο Μπλουμ δεν μπαίνει στον κόπο να περιλάβει στον κατάλογο των συγγραφέων οι οποίοι συνιστούν τον Κανόνα του ούτε καν τον Σβέτενμποργκ. Ετσι, θα λέγαμε ότι ο Δυτικός Κανόνας είναι μια ιδιότυπη, αμερικανικής κοπής Τορά της κριτικής, στην οποία χωρούν και οι μούσες και οι νεοπλατωνικοί και ό,τι εν πάση περιπτώσει μας παραδόθηκε μέσω των αναγνώσεων και των παραναγνώσεων από την Υστερη Ρωμαϊκή Εποχή ως τα τέλη του 20ού αιώνα. Αυτό το αμάλγαμα μπορεί κάποιος να το θεωρήσει είτε ως προϊόν εμπνεύσεως είτε ως παράγωγο άγχους – και η διαφορά είναι πολύ μικρή – καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι από την Πυθία ως τον Φρόιντ η απόσταση δεν είναι όσο φαντάζει μεγάλη.
Δημιουργική ανάγνωση
Αν ο Μπλουμ θεωρεί ότι η τελευταία μεγάλη εποχή της ποίησης (και όχι μόνον) ήταν η περίοδος των ρομαντικών, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι θα συμφωνούσαν μαζί του – και άλλωστε τα ίδια υποστήριξε στη μνημειώδη Λευκή Θεά του ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, ο οποίος ωστόσο είχε μια πολύ πιο στέρεη άποψη για τη γέννηση και την ανάπτυξη του μύθου, όπως εξελίχθηκε από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας, γιατί απέδειξε μέσω ιστορικών παραδειγμάτων ότι κοιτίδα όλων των αφηγήσεων υπήρξαν η Μεσόγειος και τα Βρετανικά Νησιά. Γι’ αυτό άλλωστε έδωσε στο έργο του τον υπότιτλο Ιστορική γραμματική του ποιητικού μύθου.
Ο Δυτικός Κανόνας ωστόσο παρουσιάζει ενδιαφέρον· ένα ενδιαφέρον άλλης τάξεως, πέραν των όποιων θεωριών του Μπλουμ, γιατί ενώ απομακρύνεται από τις λεγόμενες ενδοκειμενικές αναγνώσεις της Νέας Κριτικής που δημιούργησαν ένα περιβάλλον στειρότητας, αντιτίθεται παράλληλα και στις εξωλογοτεχνικές προσεγγίσεις, οι οποίες παραβιάζοντας την αξία των έργων τα χρησιμοποιούν προσχηματικά ως απλά εκπαιδευτικά εργαλεία. Με τον Μπλουμ η κριτική γίνεται ξανά δημιουργική και η ανάγνωση συναρπαστική, ξεφεύγοντας από τα πεδία του γνωστικού καταναγκασμού. Για να συμβεί αυτό φυσικά είναι ανάγκη να στραφούμε στα μεγάλα έργα και μέσω της ποιότητας την οποία προϋποθέτουν να κρίνουμε και ό,τι παράγεται σήμερα. Ο απαιτητικός αναγνώστης, όπως πρέπει να είναι ο σωστός αναγνώστης της λογοτεχνίας, είναι εκείνος ο οποίος έχει θητεύσει στα έργα αυτά – τα μόνα που διαμορφώνουν κριτήρια υψηλής ποιότητας και αποτελούν το έναυσμα για την ανάπτυξη δημιουργικού κριτικού λόγου. Υπάρχει λοιπόν μια γενεαλογία της ανάγνωσης – και αυτήν περιγράφει και αναδεικνύει ο Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα.
Το γεγονός ότι όλα τούτα ο συγγραφέας τα βλέπει πολύ συχνά μέσα από τις αγγλοσαξονικές του διόπτρες – και παρά τις όποιες ιδιοσυγκρασιακές του παρεκκλίσεις – δεν μειώνει τη σημασία της συμβολής και την αξία πρωτίστως του παραδείγματος το οποίο θέτει ή ακόμη και το οποίο προσπαθεί να επιβάλει. Καθένας συνεπώς έχει την ευχέρεια να κινηθεί με βάση όχι μόνον τις προτιμήσεις αλλά και τις αποκλίσεις του από τον μπλούμειο Κανόνα. Εκείνο όμως το οποίο δεν μπορεί να καταλογίσει στον συγγραφέα είναι αστάθεια στα κριτήρια και μέτρια ποιότητα. Η ανάδειξη του υψηλού ως πρώτου και μοναδικού κριτηρίου της ανάγνωσης συνιστά από μόνη της σημαντικότατη συμβολή, σε μια εποχή μάλιστα σχετικισμού όπου τα κείμενα καταναλώνονται συνήθως ως προϊόντα μιας χρήσεως. Τα βιβλία επομένως τα οποία αξίζει να διαβάσουμε είναι όσα μας προκαλούν να τα διαβάσουμε ξανά και ξανά και επιπλέον μας παραπέμπουν σε αντίστοιχα έργα τα οποία και εκείνα έχουν τη δύναμη να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο.
Ιδιοτυπίες και παραλείψεις
«Ο Captain! My Captain!», θα έλεγε κανείς στον Μπλουμ χρησιμοποιώντας τον πασίγνωστο στίχο του Γουόλτ Γουίτμαν, ποιος μας εγγυάται ότι όλα αυτά ισχύουν; Γιατί λόγου χάρη να μη διαμορφώνει οιοσδήποτε τα κριτήρια για το τι είναι καλή ποιότητα, συγκρίνοντας απλώς τα καλά με τα σκάρτα; Αυτό άλλωστε κάνει και ο ίδιος. Στο πεδίο όμως των συγκρίσεων έχουμε δει τα τελευταία χρόνια απίστευτα πράγματα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που εγκαταλείπεται κάθε ενδοκειμενικό κριτήριο. Ο Μπλουμ το γνωρίζει, γι’ αυτό και ούτε μια σχεδόν παράγραφός του δεν απομακρύνεται από τους συγγραφείς και τα κείμενα τα οποία εξετάζει. Το πρόβλημα είναι ότι, αρχίζοντας από τον Δάντη και φτάνοντας ως τον Μπέκετ ή πιο σωστά, αρχίζοντας από τον Σαίξπηρ και φτάνοντας στον Μπέκετ, είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιεί πρωθύστερα σχήματα όταν χρειάζεται να καταφύγει στην αρχαιότητα – έχει ωστόσο κανείς την υποψία ότι το κάνει συνειδητά. Ετσι, απομακρύνεται από τη μεγάλη παράδοση της Οξφόρδης, του Κέιμπριτζ, της Χαϊδελβέργης, της Σορβόννης και γενικά όλων των μεγάλων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της Δύσης, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να υφανθεί συνεκτικό νήμα των λογοτεχνικών αφηγήσεων οι οποίες διαπερνούν τον δυτικό πολιτισμό χωρίς να ξεκινήσει κάποιος από την εποχή των θεμελιώσεων, δηλαδή τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ετσι, αντιλαμβανόμαστε γιατί από τον κανόνα του ο Μπλουμ αποκλείει κάποιους από τους μεγαλύτερους δοκιμιογράφους του 19ου και του 20ού αιώνα, όπως για παράδειγμα ο Τζορτζ Στάινερ, ο Βησσαρίων Μπελίνσκι και ο Μιχαήλ Μπαχτίν. Παράξενες είναι και κάποιες άλλες του επιλογές. Για παράδειγμα, περιλαμβάνει στον κατάλογό του τα Ποιήματα του Ρόμπερτ Γκρέιβς αλλά από τα μυθιστορήματά του προτείνει το Βασιλεύς Ιησούς και όχι το Εγώ ο Κλαύδιος.
Σε ένα έργο τόσο προσωπικό και αυτής της κλίμακας ιδιοτυπίες ή παραλείψεις σαν τις παραπάνω είναι ίσως αναπόφευκτες. Ο Μπλουμ φτιάχνει Κανόνα – όχι εγχειρίδιο. Και όπως όλοι οι κανόνες, έχει κι αυτός την αξία του επειδή μπορεί κανείς ενίοτε να τον παραβιάζει ή πιο σωστά να τον προεκτείνει. Ουδέποτε κατά το πρόσφατο τουλάχιστον παρελθόν είχαμε ένα τέτοιο έργο που επεδίωξε να θεμελιωθεί πάνω στα ίδια τα υλικά τα οποία αποτελούν τη σύστασή του. Ο Μπλουμ δεν στήνει σκαλωσιές για να κρύψει το κτίσμα, γιατί το ίδιο το κτίσμα εκτός του ότι εμφανίζεται μεγαλοπρεπές, προσφέρει ταυτοχρόνως τα σημεία πρόσβασης σε όλες τις πλευρές του.
Δεν έχει κάποιος συχνά την ευχαρίστηση να γράψει μόνο επαίνους για μια έκδοση σαν κι αυτή του Δυτικού Κανόνα στα ελληνικά. Η μετάφραση, η εισαγωγή και η επιμέλεια είναι υψηλοτάτου επιπέδου. Αψογα τα ευρετήρια, εύστοχα τα σχόλια, αποδεικτικά μιας βαθύτερης συνομιλίας, αλλά και κριτικής προσέγγισης ενός πολύ σημαντικού κειμένου, που σημαίνει διάλογο και ευθεία επικοινωνία μαζί του. Εξαίρετη η τυπογραφία όπως και η βιβλιοδεσία. Ενα βιβλίο αληθινό απόκτημα.
Το ΒΗΜΑ, ΒΙΒΛΙΑ, 06/01/2008 , Σελ.: 5
Τιμητικοί κανονιοβολισμοί
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
Ο Χαρολντ Μπλουμ αναγορεύει τον Σαίξπηρ κανόνα, πυρήνα, κεντρικό άξονα της Δυτικής Λογοτεχνίας και γύρω του ως δορυφόρους «κρεμά» (ανάμεσα σε άλλους) τον Δάντη, τον Ντίκενς, τον Κάφκα, τον Μπέκετ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΕΙ
ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΟΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΕΡΕΘΙΣΤΙΚΟΥ ΓΙΑ
ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΓΟΝΙΜΩΝ ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ ΠΑΝΩ Σ΄
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ
ΠΛΕΟΝ ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ: ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ,
ΚΑΝΟΝΑ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γκούτεμπεργκ. Το σκανδαλώδες και άκρως προβοκατόρικο σύγχρονο βιβλίο: Ο Δυτικός Κανόνας.Τα βιβλία και τα σχολεία των εποχών, του Χάρολντ Μπλουμ, ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεωρητικούς της Λογοτεχνίας. Όταν ο Πλάτων εξόριζε από την Πολιτεία τον Όμηρο, όταν ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του εξήρε ως προς τη δομή και την πυκνότητα τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή, όταν ο Λογγίνος στο Περί ύψους έκανε τις επιλογές του και η Εκκλησία με απανωτές Συνόδους ξεκαθάρισε το τοπίο από τα αιρετικά ή αυθαίρετα ιερά κείμενα, όλοι αυτοί και άλλοι «Κανόνες» συνέθεταν. Στα καθ΄ ημάς, όταν ο Γιάννης Αποστολάκης στο προκλητικό του δοκίμιο Η ποίηση στη ζωή μας αποσκοράκιζε τον Κάλβο, τον Παλαμά και τους λεγόμενους ελάσσονες λυρικούς ανάγοντας σε μέτρο ποιητικής αλλά ηθικής ζωής τον Διονύσιο Σολωμό, κανόνα συγκροτούσε, δηλαδή πυρήνα γύρω από τον οποίον να πολώσει ό,τι τον καθιστούσε πρότυπο και σκιάχτρο για να απομακρύνει κάθε πτερωτό και κάθε πτερόεντα Λόγο.
Ακόμη και ο Σεφέρης στις Δοκιμές υψώνοντας κάθετο πυλώνα αυθεντικού λόγου τον Μακρυγιάννη, αποσιωπώντας τον Αποστολάκη, τον Φώτο Πολίτη, τους μείζονες κριτικούς της εφηβείας του, όταν δηλαδή συγκροτούσε το ποιητικό του πρόσωπο και όταν συζητούσε με επιφυλάξεις Σολωμό, Κάλβο, Παλαμά, Σικελιανό και Καβάφη, εμμέσως κανόνα πρότεινε.
Θέλω να πω πως ο καθένας, λίγο ή πολύ ευαίσθητος στα πνευματικά πράγματα, θέλει δε θέλει, είτε γιατί επηρεάζεται από την εποχή, τους δασκάλους του, τις ευκαιρίες της παιδείας του, την ευαισθησία των σχηματισμένων κριτηρίων του, τις φορτίσεις και τις κενώσεις των αναγνώσεών του, σχηματίζει μια ομάδα έργων (λογοτεχνικών, μουσικών, εικαστικών κ.τ.λ.) που αποτελούν με τον καιρό τον «Κανόνα», τον χάρακα, τον διαβήτη, το νήμα της στάθμης με τα οποία μετράει, εκτιμά, απορρίπτει, αποσκορακίζει ή αφορίζει τα ομόλογα έργα της ομοείδειας.
Η αρχαία γλυπτική είχε τον κανόνα της, η αναγεννησιακή ζωγραφική τον δικό της, ο ρομαντισμός τον λογοτεχνικό ή τον μουσικό του μπούσουλα, ο υπερρεαλισμός τους μπροστάρηδες. Ο Εγγονόπουλος δεν κρύβει τις αναφορές του στους δασκάλους-πρότυπά του και ο Εμπειρίκος δοξολογεί τους «Μπεάτους». Το μικρόβιο της «κανονιστικής» λογικής έχει μολύνει και τους ιστορικούς της ρεμπέτικης μουσικής και ερίζουν αν δίπλα στον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, «χωράει» ο Περιστέρης, ο Χατζηχρήστος, ο Καλδάρας, ο Πάνου κ.τ.λ.!!!
Εδώ, εν είδει ιντερμεδίου, επιτρέψτε μου να καταθέσω τη δική μου πρώιμη «κανονιστική» λογική. Νομίζω το έχω αλλιώς, αλλού καταθέσει: Μαθητής Γυμνασίου στη γενέτειρά μου και υποχρεωμένος επί ποινή αφορισμού να παρακολουθώ ανελλιπώς το κατηχητικό σχολείο, μας ετέθη από τον αρχιμανδρίτη (τι τίτλος! Έστω κι αν στη μάντρα σταβλίζονται «λογικά πρόβατα») το εξής ερώτημα: «Αν γινόταν πάλι ένας Κατακλυσμός και μπορούσαμε να σώσουμε μπαίνοντας στην Κιβωτό ένα μόνο βιβλίο, ποιο θα επιλέγαμε;». Σαφώς προβοκατόρικη ερώτηση, αφού ήταν ηλίου φαεινότερο πως ανέμενε την απάντηση: «Την Αγία Γραφή». Έτσι απάντησαν εν βοή οι συμμαθητές μου. Εγώ, προκλητικός, όπως πάντα (δυστυχώς), σήκωσα το χέρι μου και απάντησα: «Την Ορέστεια του Αισχύλου». Προφανώς είχα διαβάσει τη μετάφραση του Γρυπάρη που υπήρχε στην πατρική βιβλιοθήκη και είχα εντυπωσιαστεί. Όταν ενοχλημένος και έκπληκτος ο κατηχητής, με ρώτησε τάχα αφελής: «Όχι την Αγία Γραφή;», πάλι προκλητικά και αρκούντως σοφιστικά, απάντησα: «Αν, πάτερ, ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, θα ξαναστείλει τον Υιό Του τον μονογενή στη Γη. Αλλά αμφιβάλλω αν θα ξαναγεννηθεί από θνητή μητέρα ένας νέος Αισχύλος». Εξυπνάδες εφηβικής προπέτειας. Κι όμως είχα ήδη σχηματίσει τον κανόνα μου, με πυρήνα τον Αισχύλο και την τριλογία του. Είναι τυχαίο πως πενήντα χρόνια αργότερα μετέφρασα την τριλογία και συνεχίζω να πολώνω ως θεωρητικός γύρω από αυτήν την παγκόσμια δραματουργία;
Ο Χάρολντ Μπλουμ αναγορεύει τον Σαίξπηρ κανόνα, πυρήνα, κεντρικό άξονα της Δυτικής Λογοτεχνίας και γύρω του ως δορυφόρους «κρεμά» τον Δάντη, τον Θερβάντες, τον Γκαίτε, τον Γκούτμαν, τον Ίψεν, τον Τολστόι, τον Τζόις, τον Προυστ, τον Μολιέρο, τον Ντίκινσον, τον Ντίκενς, τον Κάφκα, τον Νερούντα, τον Πεσόα, τον Μπέκετ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Τσόσερ, τον Μίλτον και τους κριτικούς Σάμιουελ Τζόνσον, Μοντένι και Μπόρχες. Μην ψάχνετε για Φλομπέρ, για Ντοστογιέφσκι, για Στρίντμπεργκ, για Τ.Σ. Έλιοτ, για Πάουντ και βέβαια για Καβάφη (που όταν γράφεται Ο Δυτικός Κανόνας έχει ήδη γίνει κεντρικός ποιητικός πόλος έλξης παγκοσμίως).
Οι γραμμές αυτές δεν γράφονται για να απαξιώσουν έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους θεωρητικούς. Το βιβλίο του είναι και ερεθιστικό για τις θέσεις του και γοητευτικό ως γραφή και προκλητικό για να ξεσηκώσει (και ήδη έχει ξεσηκώσει) θύελλα αντιδράσεων. Οι αντιδράσεις όμως προέρχονται (ήδη έπεσα πριν από λίγο κι εγώ στην παγίδα) από ανθρώπους που έχουν να αντιπροτείνουν τον δικό τους, συχνά αυθαίρετο, υποκειμενικό κανόνα.
Για χρόνια η θεμελιώδης, σχεδόν θεσμική, Ιστορία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κ.Θ. Δημαρά, εξαιρούσε, με απαξιωτικές κρίσεις, από τον Κανόνα της Λογοτεχνίας μας τον Παπαδιαμάντη και δευτερευόντως τον Σκαρίμπα. Ο Αποστολίδης στην Ανθολογία του διέθετε περισσότερες σελίδες από τον Σεφέρη στον Παπατσώνη και υποβάθμιζε τον Εμπειρίκο σε σχέση με τον Εγγονόπουλο, προτείνοντας έτσι εμμέσως τον δικό του κανόνα της σύγχρονης ποίησης.
Το άκρως πολύτιμο για ζυμώσεις βιβλίο του Μπλουμ, που είναι και υποδειγματικό εκδοτικό (θαύμα θα έλεγα) μεταφρασμένο έξοχα από την Κατερίνα Ταβαρτζόγλου με τίμια εισαγωγή και γενική επιμέλεια του Δημήτρη Αρμάου, μας δίνει την ευκαιρία να ανοίξουμε μια πλατιά συζήτηση για τον δικό μας πιθανόν λογοτεχνικό κανόνα, όχι βέβαια για να καταλήξουμε δογματικά σε μια οριστική ομάδα, περίκλειστη κειμένων, αλλά για να δοκιμάσουμε εναλλακτικές προτάσεις, στενές ή ευρείες ομάδες έργων, φροντίζοντας να βρούμε ποια έργα στις διάφορες προτάσεις είναι κοινά, σε ποια συμπίπτουν οι υποκειμενικές προτιμήσεις, ώστε να επιλεγούν όσα με τη συχνότητα της αναφοράς υποχρεώνουν την παραδοχή μιας οιονεί αντικειμενικής (πάντα αναθεωρητέας) ομάδας.
Εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ, 29/12/2007