Βατοπέδι: Πολιτική – Δικαιοσύνη
€15,92 €14,33
Η απόκτηση δικαιωμάτων στη Λιμνοθάλασσα Βιστωνίδα, ήταν -όπως από ιστορικά στοιχεία προκύπτει- διαρκής και διακαής στόχος της Μονής του Βατοπεδίου. Η επιθυμία τους αυτή, απέκτησε στιβαρό νομικό υπόβαθρο στις αρχές του περασμένου αιώνα. Τότε άρχισε και η διεκδίκηση της Λιμνοθάλασσας.
Ολοκληρωτική δικαίωση πέτυχαν οι Βατοπεδινοί το 1941, επί της δημοκρατικής διακυβέρνησης Τσολάκογλου. Τότε η Βιστωνίδα έγινε επιτέλους δική τους. Δυστυχώς το Γ΄ Ράϊχ έχασε τον πόλεμο και οι Βατοπεδινοί τη Βιστωνίδα τους.
Χρειάστηκε το Ελληνικό Δημόσιο εβδομήντα σχεδόν χρόνια για να αντιληφθεί την σε βάρος του Μοναστηριού αδικία. Μόλις αυτό συνέβη, ακολούθησε η διοικητική παραχώρηση τόσο της Βιστωνίδας, όσο και των παρόχθιων εκτάσεων στο Βατοπέδι. Κάποια στιγμή οι μοναχοί άρχισαν, προφανώς ύστερα από αφόρητες πιέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, τις ανταλλαγές του ιερού ύδατος της Βιστωνίδας με μικρότερης αξίας παραθαλάσσιες εκτάσεις ή δημόσια ακίνητα.
Οι νομότυπες αυτές συμβάσεις, θεωρήθηκαν πράξεις παράνομες, οπότε υπήρξε παρέμβαση της δικαιοσύνης. Κλήθηκε να διαπιστώσει δηλαδή τα στοιχεία ταυτότητος και τις διευθύνσεις των υπαλλήλων που ξεγέλασαν τους υπουργούς και τους οδήγησαν να βλάψουν τη δημόσια περιουσία, δεδομένου ότι οι υπουργοί στη χώρα μας ποτέ δεν παρανομούν, απλώς παραπλανούνται…
Αντί προλόγου
Εισαγωγή
1. Εισαγγελέας και προδικασία της ποινικής δίκης υπό την ιερά σκέπη του Βατοπεδίου
2. Κανόνες λειτουργίας των εισαγγελέων: Α. Προέλευση εισαγγελικού θεσμού, Β. Αρμοδιότητες και ιστορική διαδρομή του εισαγγελέα στην Ελλάδα μέχρι την ύστερη εποχή του Βατοπεδίου, Γ. Ποινικές ευθύνες υπουργών – Προβλέψεις και πρακτική εφαρμογή
Βαλτοπεδίου ημερολόγιον
Από δικαίωση σε δικαίωση
Επίλογος
Παράρτημα: Χρονολογικός κατάλογος εγγράφων
ΤΑ ΝΕΑ
της Μίνας Μουστάκα, 23/4/2012
Το Βατοπέδι, το σκοινί ισορροπίας και η λακέρδα!
Ο πρώην εισαγγελέας και νυν δικηγόρος Ηλίας Κολιούσης, που χειρίστηκε την υπόθεση του μοναστηριού, δίνει τη δική του εκδοχή για το σκάνδαλο
Ανάμεσα σε δύο πόλους, την πολιτική και τη δικαιοσύνη, και σε δύο δόγματα, το «πίστευε και μη ερεύνα» και το «ερευνάτε τας Γραφάς», χρειάστηκε να ισορροπήσει ο πρώην εισαγγελέας και νυν δικηγόρος Ηλίας Κολιούσης, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση που πολιτογραφήθηκε ως «το σκάνδαλο του Βατοπεδίου».
Η ισορροπία αποδείχθηκε εύθραυστη και γρήγορα το σκοινί έσπασε. Περισσότερες από χίλιες μέρες – 1.105 για την ακρίβεια – μεσολάβησαν από τότε που ο εισαγγελέας Ηλίας Κολιούσης και η συνάδελφός του Ελένη Σωτηροπούλου υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, ύστερα από την απόφαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γιώργου Σανιδά να μη διαβιβάσει τη δικογραφία για το Βατοπέδι στη Βουλή εμμένοντας στην αρχική του τοποθέτηση περί παραπλανημένων υπουργών.
«Η στάση μας αυτή παρεξηγήθηκε. Τότε δεν είπαμε τίποτα, γιατί θεωρήσαμε ότι ήταν αυτονόητος ο λόγος που αποχωρήσαμε από το Σώμα. Από κάποιους όμως αυτή η σιωπή ερμηνεύτηκε ως… αφωνία. Τώρα έφτασε η ώρα να πω τα πράγματα με τη δική μου εκδοχή», λέει στα «ΝΕΑ» ο Ηλίας Κολιούσης, εξηγώντας γιατί αποφάσισε να γράψει το βιβλίο, που παρουσιάζει μεθαύριο το απόγευμα, με τίτλο «Βατοπέδι: Πολιτική – Δικαιοσύνη» και υπότιτλο «Στο Βα(λ)τοπέδι δεν είχε… λακέρδα» των εκδόσεων Gutenberg.
Αποποιείται τον τίτλο του «συγγραφέα» και εξομολογείται πως όταν άρχισε να γράφει το βιβλίο είχε στο μυαλό του «ένα κείμενο νομικής κατεύθυνσης. Μετά όμως κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Αλλαξα ρότα και προτίμησα να εκθέσω όσα έζησα, χωρίς να λείπει η χιουμοριστική προσέγγιση των πραγμάτων. Ακόμα και όταν αυτά αγγίζουν την ανεξαρτησία του δικαστή».
Και σε αυτό το εγχείρημά του όμως εξομολογείται ότι δεν τα έγραψε όλα σεβόμενος τον θεσμό της Δικαιοσύνης που επί χρόνια υπηρέτησε.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η κατά Κολιούση εκδοχή για την πρώτη συνάντηση με τον Γ. Σανιδά αποτυπώνεται ως εξής:
«Δεν είχα καλά καλά… χωνέψει το περιεχόμενο της ιδιαίτερα εκτενούς παραγγελίας και να το πρώτο τηλεφώνημα. Ηταν από τη γραμματέα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Οποιος έχει δεχθεί παρόμοιο τηλεφώνημα, αντιλαμβάνεται το… μέγεθος της χαράς μου.
“Εμαθα ότι χρεώθηκες την υπόθεση του Βατοπεδίου”, ακούστηκε ο εισαγγελέας στη γραμμή. “Τη διάβασες;”.
“Φυσικά”, απάντησα.
“Ωραία, αύριο έλα από το γραφείο μου να δούμε τι θα γίνει με την υπόθεση αυτή”.
Οποία ευτυχία… Αντε να του εξηγήσω τώρα ότι τα στοιχεία που υπήρχαν δεν δικαιολογούσαν τη βεβαιότητα της παραγγελίας του για τις δεδομένες αξιόποινες πράξεις.
Θα περάσω… αξέχαστο πρωινό…».
Την επόμενη μέρα ακολούθησε και το πρώτο τετ α τετ, όπου ο κ. Σανιδάς φέρεται να τον ρώτησε πώς σκέφτεται να κινηθεί. «Διακινδυνεύεις να απαντήσεις και να κάνεις επισημάνσεις στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που είχε παραγγείλει την έρευνα και είχε καταλήξει ήδη και σε συμπεράσματα;». «Ισως κάποιος άλλος», ομολογεί έστω και ετεροχρονισμένα ο κ. Κολιούσης, «στη θέση μου να είχε αυτή τη γενναιότητα. Εγώ δεν την είχα. Προτίμησα να θέσω το ζήτημα των στοιχείων και πως δεν ήταν τόσο επαρκή…».
Η πορεία της έρευνας και οι καταθέσεις των μαρτύρων δεν άφηναν αμφιβολία – λέει ο κ. Κολιούσης – ότι «αν κάποιος επλανήθη πλάνην οικτράν δεν ήταν οι “παραπλανημένοι υπουργοί”, αλλά ενδεχομένως ο ίδιος ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν από την αρχή της όλης ιστορίας τούς έθετε στο απυρόβλητο για τη συγκεκριμένη υπόθεση».
Οταν ο κ. Κολιούσης και η κ. Σωτηροπούλου κατέληξαν σε εμπλοκή υπουργών, ο ανώτατος εισαγγελέας δεν επιθυμούσε ούτε καν να ακούσει κάτι τέτοιο, υπερβαίνοντας – όπως γράφει – «ελαφρώς τις αρμοδιότητές του, όταν επιχειρούσε παρέμβαση στην κρίση μας».
Σε μία από τις διαδρομές του προς τον τέταρτο όροφο του Αρείου Πάγου, όπου στεγάζεται το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διηγείται ο κ. Κολιούσης, «ήρθε στο μυαλό μου ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Σε ένα έργο του Δημήτρη Ψαθά νομίζω, πιεζόταν από τον αστυνόμο να αποκαλύψει πού είχε κρύψει τα λογιστικά βιβλία κάποιου δημόσιου οργανισμού, στον οποίο εργαζόταν. Για τις ανάγκες της αποτελεσματικής ανάκρισης, του είχε χορηγηθεί άφθονη… λακέρδα, αλλά χωρίς νεράκι. Χαμογέλασα, πιστεύοντας ότι ήμουν σε φανερά καλύτερη θέση, αφού τουλάχιστον λακέρδα δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για να αλλάξω άποψη. Ετσι νόμιζα. Γιατί αυτά που άκουσα ξεπερνούν και την πλέον αρνητική προσδοκία. Δεν επιτρέπεται να ανακοινωθούν δημόσια. Εκτίμησή μου είναι ότι δεν θα ωφελήσουν κανέναν, σίγουρα θα υποστεί βλάβη ο θεσμός της Δικαιοσύνης. Και αυτό δεν το θέλω».
Λίγες μέρες αργότερα ο κ. Κολιούσης και η κ. Σωτηροπούλου υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους θεωρώντας ότι ήταν η μόνη αξιοπρεπής στάση έναντι των ασκήσεων δικαστικής ανεξαρτησίας, στις οποίες αποφάσισαν να μη λάβουν μέρος.